σταυρώθηκε

σταυρώθηκε
беше  раcпнат

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γολγοθάς — Τοποθεσία κοντά στην Ιερουσαλήμ, όπου, σύμφωνα με την αφήγηση των Ευαγγελιστών, σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Η λέξη ερμηνεύεται από τους Ευαγγελιστές ως κρανίου τόπος και προέρχεται από την εβραϊκή λέξη γολγολέθ που σημαίνει κρανίο. Η ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… …   Dictionary of Greek

  • πατροπασχιτισμός — ο, ΝΜ χαρακτηρισμός τής διδασκαλίας τών αιρετικών πατροπασχιτών, ή τροπικών μοναρχιανών, οι οποίοι δεν δέχονταν την υποστατική διάκριση τών τριών προσώπων τής Αγίας Τριάδας και υποστήριζαν ότι ο ίδιος ο Πατήρ τής Παλαιάς Διαθήκης εμφανίστηκε και… …   Dictionary of Greek

  • πολυκρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Σάμου (πέθανε το 522 π.Χ.). Από αριστοκρατική οικογένεια, κατέλαβε (538;) με τη βοήθεια των οπαδών του την αφρούρητη πόλη, ενώ οι Σάμιοι έλειπαν στο ιερό της Ήρας για την ετήσια γιορτή της. Με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκατίτες — Έτσι ονομάστηκαν από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. οι χριστιανοί, οι οποίοι γιόρταζαν το Πάσχα στις 14 του εβραϊκού μήνα Νισάν, όταν κατά την παράδοση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου σταυρώθηκε ο Χριστός. Οι υπόλοιποι χριστιανοί γιόρταζαν την πρώτη Κυριακή …   Dictionary of Greek

  • Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Άνων ή Άννων — Όνομα στρατηγών και ναυάρχων των Καρχηδονίων. 1. Γιος του Αμίλκα (; – 488; π.Χ.). Υπέταξε τους Λουσιτανούς, αλλά εξαφανίστηκε στη μάχη της Ιμέρας (488 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει ότι έπλευσε κατά μήκος των αφρικανικών ακτών του Ατλαντικού, μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • Βαρθολομαίος — I (εβρ. Βαρ θολόμ, δηλαδή γιος του Θολομαίου). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους, ίσως το ίδιο πρόσωπο με τον Ναθαναήλ και ένας από τους πρώτους μαθητές του Χριστού. Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα για την αποστολική δράση του Β. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”